-
1 ὀρεινόμος
A feeding on the hills,δέλφακες Anaxil. 12
(codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.);αἴξ Thphr.HP9.18.3
; mountam-ranging,Κενταύρων γέννα E.HF 364
(lyr.) ; ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρεινόμος
См. также в других словарях:
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek